-
1 φέρνω
(αόρ. έφερα, παθ. αόρ. (ε)φέρθηκα) 1. μετ.1) нести, носить; везти, возить;φέρνω μέσα — вносить; — ввозить;
φέρνω πίσω — возвращать, отдавать; — относить; — отвозить;
φέρνω κοντά — приближать;
2) см. φέρω 5;3) приводить; приглашать, вызывать;φέρνω (τον) γιατρό — вызывать врача;
φέρνω μάρτυρα — с) приглашать в качестве свидетеля; — б) перен. брать в свидетели;
§ φέρνω τον κατακλυσμό — сильно преувеличивать трудности, опасности;
ο λόγος το φέρνει — просто так, между прочим;
όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος — погов, год тих, а час лих;
2. αμετ. быть похожим, походить на...; иметь сходство с...; смахивать на... (разг);φέρν του πατέρα μου — походить на отца;
αυτό το χρώμα φέρνει στο κόκκινο — этот цвет похож на красный; — этот цвет ударяет в красный (разг)
-
2 γυροβολιά
η1) обход, окольный путь, крюк;πδμε γυροβολιά το βουνί — давайте обойдём гору;
2) круг;στίς τρείς γυροβολιές ερχόμουν πρώτος — три круга я шёл первым;
φέρνω μιά γυροβολιά — сделать один круг;
3) круг, тур (в танце);4) поворот, оборот (в танце, игре); 5) спорт, трюк, обманное движение (в борьбе); 6) см. γυροβόλι 1, 4;§ τον φέρνω γυροβολι — схватить и бросить на землю, сбивать с ног;
τον ( — или τα) φέρνω γυροβολιά — обхаживать кого-л.
-
3 βόλτα
η1) поворот, оборот;φέρνω βόλτα το σχοινί (τό σύρμα) — наматывать верёвку (проволоку);
2) прогулка;φέρνω ( — или κάμνω, κόβω) βόλτες — а) совершать прогулку; — б) бродить (вокруг);
πάμε (μιά) βόλτα — пойдём погуляем;
3) мор. галс;κάνω ( — или παίρνω) τη βόλτα — делать поворот оверштаг;
αρμενίζω με βόλτες — лавировать меняя галс;
4) леса, леска;§ παίρνω την κάτω βόλτα — принимать дурной оборот, ухудшаться;
τα φέρνω βόλτα — а) отвечать уклончиво; — крутить (разг); — б) вывёртываться, выкручиваться (из затруднения); — в) сводить концы с концами;
μου τα φέρνει βόλτα — он меня избегает;
τον φέρνω βόλτ — обхаживать кого-л.
-
4 τούμπα
η1) спорт, кувырок; сальто;κάνω τούμπα — кувыркаться;
με τούμπες кувырком;2) холм, горка; 3) муз. туба;§ τον φέρνω τούμπα — одержать верх над кем-л., одолеть в споре κάνω τοδμπες σε κάποιον — расстилаться перед кем-л.
-
5 κόσμος
ο1) космос, вселенная; 2) мир, свет;στα πέρατα ( — или στην άκρη) τού κόσμου — на краю света;
γύρισα όλον τον κόσμο — я объехал весь свет;
σ' όλο τον κόσμο — во всём мире;
3) мир, общество; народ, люди;ο επιστημονικός κόσμος — учёный мир, научная общественность;
όλος ο κόσμος το ξέρει — всему миру (или свету) известно;
ο
κόσμος λέει — люди говорят;πολύς κόσμος — много народу;
βγαίνω στον κόσμο — появляться на людях;
4) мир, сфера;ζωικός κόσμος — животный мир;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ Νέος κόσμος — Новый Свет (об Америке);
Παλαιός κόσμος — Старый Свет (об Европе);
ο καλός κόσμος — высшее общество;
τα μέρη τού κόσμου — части света;
ο κάτω κόσμ — подземное царство, преисподняя;
ο πάνω κόσμος — земная жизнь (в противоп. преисподней);
τα καλά τού κόσμου — все земные блага;
έρχομαι στον κόσμο — рождаться;
φέρνω στον κόσμο — рождать;
δεν χάθηκε ο κόσμος — или δεν χάλασε ο κόσμος — а) не беда, это неважно, не стоит беспокоиться; — б) это не бог весть что; — свет не клином сошёлся;
μετέστη εις τον άλλον κόσμον — он переселился в иной мир, он умер;
στέλνω στον άλλο κόσμο — отправить на тот свет;
χαλώ τον κόσμο — или σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги, переполошить всех;
εφαγα τον κόσμο να σε βρώ — я тебя разыскивал повсюду;
γιά τα μάτια τού κόσμου — для отвода глаз;
μπροστά στον κόσμο — на людях;
μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου — а) при всём народе;
б) перед лицом всего мира;σφαίρα είναι κόσμος και γυρίζει — погов, колесо фортуны переменчиво
-
6 ίσια
επίρρ.1) прямо;τράβα ίσια — иди прямо;
2) прямо, непосредственно;πήγαινε ίσια στον διευθυντή — обратись прямо к директору;
3) ровно, точно, поровну;μοίρασα ίσια την περιουσία μου — я разделил своё имущество поровну;
4) равным образом; одинаково;σ' αγαπώ ίσια με τον αδελφό μου — я люблю тебя, как брата;
§ ίσια - ίσια а) как раз, в точности, точь-в-точь;
είμαστε ίσια κι' ίσια — мы расквитались, расплатились, мы квиты; — б) как сказать, кто его знает;
τα φέρνω ίσιαίσια — еле-еле сводить концы с концами;
правляться прямо; б) приступать прямо к делу;ίσια με... — величиной с...
-
7 κατακλυσμός
См. также в других словарях:
περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… … Dictionary of Greek
φιμώνω — φίμωσα, φιμώθηκα, φιμωμένος 1. βάζω φίμωτρο στο στόμα ζώου, κλείνω με φίμωτρο: Το σκυλί δαγκώνει, γι΄ αυτό είναι φιμωμένο. 2. φράζω το στόμα κάποιου με το χέρι ή με κομμάτι υφάσματος κτλ., για να τον εμποδίσω να φωνάξει: Τον φίμωσαν, τον έδεσαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφίγγω — έσφιξα, σφίχτηκα, σφιγμένος 1. περιβάλλω και πιέζω κάτι γύρω γύρω: Έσφιξε τη μέση της με μια ζώνη. – Την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. 2. τραβώ κάτι με δύναμη: Σφίξε τη ζώνη σου. – Σφίξε λίγο τα κορδόνια. 3. πιέζω κάποιον έτσι που να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
καλάρω — 1. (για ιστία ή αντένα πλοίου) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο, μαζεύω τα πανιά, κατεβάζω την αντένα ή τα πανιά, τά χαμηλώνω 2. (για δίχτια) τά ρίχνω στη θάλασσα για ψάρεμα 3. (για πλοία) α) έχω… … Dictionary of Greek
θηλιά — η 1. κουμπότρυπα: Οι θηλιές είναι μικρές και δεν κουμπώνει το παλτό. 2. είδος παγίδας, βρόχι. 3. πόντος, κόμπος στο πλέξιμο: Μετράει τις θηλιές όταν πλέκει. – Της έφυγαν δυο θηλιές κι έγινε τρύπα στην κάλτσα της. 4. φρ., «Bάζω τη θηλιά στο λαιμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εισαρπάζω — εἰσαρπάζω (Α) αρπάζω κάποιον και τόν φέρνω μέσα με τη βία … Dictionary of Greek
παραναλαμβάνω — Α [αναλαμβάνω] σηκώνω κάποιον και τόν φέρνω κοντά μου … Dictionary of Greek
καταντώ — και καταντάω και κατανταίνω κατάντησα, καταντημένος 1. φτάνω σε κάποιο σημείο, καταλήγω κάπου, περιέρχομαι σε άθλια κατάσταση: Από πλούσιος κατάντησε φτωχός. 2. κάνω κάποιον να καταλήξει κάπου, τον φέρνω σε άθλια κατάσταση: Για ιδές πώς με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek